- κακέκτυπος
- -η, -ο1. κακοτυπωμένος, που έχει τυπογραφικά σφάλματα.2. (για γραμματόσημα), που εμφανίζει ουσιώδεις παραλλαγές από τα γνήσια γραμματόσημα (τα καλοτυπωμένα), είτε κατά το χρώμα είτε κατά τη θέση της εικόνας κτλ.3. για οτιδήποτε είναι κακή απομίμηση κάποιου άλλου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.