κακέκτυπος

κακέκτυπος
-η, -ο
1. κακοτυπωμένος, που έχει τυπογραφικά σφάλματα.
2. (για γραμματόσημα), που εμφανίζει ουσιώδεις παραλλαγές από τα γνήσια γραμματόσημα (τα καλοτυπωμένα), είτε κατά το χρώμα είτε κατά τη θέση της εικόνας κτλ.
3. για οτιδήποτε είναι κακή απομίμηση κάποιου άλλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακέκτυπος — η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει σφάλματα και ελλείψεις κατά την εκτύπωση, ο κακοτυπωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κακέκτυπα τα γραμματόσημα που εμφανίζουν ελαττωματική εμφάνιση και ουσιώδεις παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στη… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοτυπώνω — 1. τυπώνω άσχημα, ελαττωματικά, ακαλαίσθητα 2. (συν. η μτχ.) κακοτυπωμένος, η, ο κακέκτυπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”